- ὁμοψήφοις
- ὁμόψηφοςvoting withmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομηρέταις — ὁμηρέταις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)] … Dictionary of Greek
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek